- τρίπτωτος
- τρί-πτωτος, ον,A with three case-forms, Choerob. in Theod.1.335 H., Priscian Inst.5.14.76, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίπτωτος — ον, Α αυτός που σχηματίζει τρεις μόνο πτώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πτωτος (< πτῶσις), πρβλ. πεντά πτωτος] … Dictionary of Greek
τρίπτωτον — τρίπτωτος with three case forms masc/fem acc sg τρίπτωτος with three case forms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίπτωτα — τρίπτωτος with three case forms neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek